- σκώλος
- Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου.
* * *(I)ὁ, Α1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)3. συμφορά, όλεθρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].————————(II)ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισιδρεπάνοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].————————(III)τὸ, Α(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Dictionary of Greek. 2013.